- παραλλακτικός
- -ή, -ό / παραλλακτικός, -ή, -όν, ΝΑ [παραλλάσσω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλλαξη ή αυτός που αρμόζει στην παράλλαξηνεοελλ.φρ. α) «παραλλακτικό βάθρο» — ειδικός τρόπος στήριξης διόπτρας ή τηλεσκοπίου για αστρονομικές παρατηρήσεις για να είναι δυνατή η στροφή του προς δύο άξονες κάθετους και συνεπώς σε οποιοδήποτε σημείο τού ουρανούβ) «παραλλακτική μέτρηση τών αποστάσεων»(τοπογρ.) πλάγια μέθοδος για τη μέτρηση τών αποστάσεων κατά την οποία χρησιμοποιείται θεοδόλιχος για τη μέτρηση τής γωνίας κάτω από την οποία φαίνεται μια γνωστή βάση.
Dictionary of Greek. 2013.