παραλλακτικός

παραλλακτικός
-ή, -ό / παραλλακτικός, -ή, -όν, ΝΑ [παραλλάσσω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλλαξη ή αυτός που αρμόζει στην παράλλαξη
νεοελλ.
φρ. α) «παραλλακτικό βάθρο» — ειδικός τρόπος στήριξης διόπτρας ή τηλεσκοπίου για αστρονομικές παρατηρήσεις για να είναι δυνατή η στροφή του προς δύο άξονες κάθετους και συνεπώς σε οποιοδήποτε σημείο τού ουρανού
β) «παραλλακτική μέτρηση τών αποστάσεων»
(τοπογρ.) πλάγια μέθοδος για τη μέτρηση τών αποστάσεων κατά την οποία χρησιμοποιείται θεοδόλιχος για τη μέτρηση τής γωνίας κάτω από την οποία φαίνεται μια γνωστή βάση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραλλακτικός — for determining parallax masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικῶν — παραλλακτικός for determining parallax fem gen pl παραλλακτικός for determining parallax masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικόν — παραλλακτικός for determining parallax masc acc sg παραλλακτικός for determining parallax neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικοῦ — παραλλακτικός for determining parallax masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικήν — παραλλακτικός for determining parallax fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικῷ — παραλλακτικός for determining parallax masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικότητα — η βιολ. η ιδιότητα ορισμένων ατόμων από ένα δείγμα πληθυσμού που διαφέρουν μεταξύ τους κατά ευδιάκριτο τρόπο, ποικιλομορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλλακτικός, απόδοση στην Ελληνική τού αγγλ. variability, γαλλ. variabilite …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”